- ντούζικος
- η , ο1) прямой, открытый (о характере); 2) мор. попутный (о ветре)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ντούζικος — η, ο (λ. τουρκ.), ίσιος, ευθύγραμμος, ομαλός: Ντούζικος δρόμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ντούζικος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει λοξοδρομήσεις, ευθύγραμμος, ίσιος, απλός 2. (για άνεμο) αυτός που δεν είναι ούτε πολύ έντονος ούτε πολύ χαμηλός, αλλά διατηρείται σε μέτρια ένταση, κανονικός, στρωτός, ομαλός 3. το ουδ. ως ουσ. το ντούζικο είδος ποτού,… … Dictionary of Greek